το δικό της φεγγάρι της Σταυρούλας Τσούτσα
Βγήκε από τη μεγάλη γυάλινη πόρτα του εστιατορίου «Άττικα» που έκλεισε πίσω της τρίζοντας. Ήταν οκτώ η ώρα, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η πόλη γέμιζε με άτακτες μαύρες πινελιές. Κούμπωσε βιαστικά το μακρύ μπουφάν, φόρεσε τον κόκκινο σκούφο και τυλίχτηκε με το μάλλινο κασκόλ προσπαθώντας να κρατηθεί ζεστή. Ο παγωμένος αέρας της έκοψε την ανάσα. Η βροχή έπεφτε με δύναμη πάνω της, κάθε σταγόνα τής πλήγωνε το πρόσωπο σα τσίμπημα καρφίτσας. Τουρτούριζε. Δεν είχε ομπρέλα. Το ίδιο λάθος πάλι. Δεν είχε μάθει ακόμη ότι σε αυτήν την πόλη ο καιρός τρελαίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη. Φεύγεις με ήλιο και γυρνάς σπίτι βρεγμένος ως το κόκκαλο. Προχώρησε στο φαρδύ πεζοδρόμιο. Δίπλα της, ο 31 ος δρόμος, που η μεταλλική γέφυρα του υπέργειου τρένου τον σκέπαζε σε όλο το φάρδος του. Όσο έφτανε το μάτι της, άσφαλτος και σκουριασμένο μέταλλο. Και κάθε τόσο ακουγόταν ο ήχος του τρένου που περνούσε από πάνω. Ένας εκκωφαντικός μεταλλικός ήχος, τόσο δυνατός που καθιστούσε οποιονδήποτε άλλον ήχο
Comments
Post a Comment